διαπερᾶν

διαπερᾶν
διαπεράω
go over
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
διαπεράω
go over
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
διαπεράω
go over
pres part act masc nom sg (doric aeolic)
διαπερᾶ̱ν , διαπεράω
go over
pres inf act (epic doric)
διαπεράω
go over
pres inf act (attic doric)
διαπεράω
go over
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
διαπεράω
go over
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
διαπεράω
go over
pres part act masc nom sg (doric aeolic)
διαπερᾶ̱ν , διαπεράω
go over
pres inf act (epic doric)
διαπεράω
go over
pres inf act (attic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διαπερᾷν — διαπεράω go over pres inf act διαπεράω go over pres inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύωψ — (I) ο (ΑΜ μύωψ) βλ. μύωπας. (II) μύωψ, ὁ (ΑΜ) είδος εντόμου από το οποίο ερεθίζονται τα άλογα και τα βόδια και τρέχουν, ο οίστρος, η αλογόμυγα, η βοϊδόμυγα («βοηλάτην μύωπα κινητήριον», Αισχύλ.) αρχ. 1. πτερνιστήρας, κεντρί, σπιρούνι, με το οποίο …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”